νεόστεπτος

νεόστεπτος
νεό-στεπτος, ον,
A fresh-crowned, Opp.H.1.198.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεόστεπτος — νεόστεπτος, ον (Α) αυτός που στέφθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + στέφω] …   Dictionary of Greek

  • νεοστέπτοισι — νεόστεπτος fresh crowned masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”